“I photograph to retrieve memories from the ruins of time,
to give voice to the silences of the past.”
A Poetic Contrast
The title of the album, “Memories in the Dust”, carries within it a powerful contrast: on one hand, the memories, something alive, emotional, indelible through time. On the other, the dust, symbolizing decay, abandonment, oblivion.
This conflict creates a sense of suspension: do memories fade away, or are they simply covered temporarily, waiting to resurface? Dust can hide, but it does not erase. It is like a veil spread over old schools, without, however, erasing their history.
Photography, like memory, has the power to blow away this dust and bring back into the light everything that seems forgotten. And through this play between presence and absence, between decay and endurance, the viewer is invited to wonder: what ultimately remains alive? The building or the memory of those who lived within it?
When I started this photographic journey 13 years ago, which still continues today, I could not have imagined how deeply these schools would move me. At first, it was their architecture that captured my attention—the stone walls, the wooden floors, the large windows that once filled with light. But the more schools I photographed, the more I realized I wasn’t just capturing buildings; I was preserving the memories that had been left inside them.
The photograph of an abandoned school is not just a document; it is a reminder. It reminds us of the changes societies go through, the fragility of human presence, but also the beauty that can be found in silence and memory. And perhaps, through the art of photography, these buildings continue to teach—this time, not letters, but life stories.
I am neither a historian nor an architect. I did not photograph these schools to document them in a strictly factual way. I did it because I felt the need to preserve something intangible—their memory, the warmth they once held, the imprint of the people who passed through them.
It is an invitation for thought, discussion, and remembrance. I seek to bring to light the silent story of these schools. In every classroom, dust has settled like a thin layer of oblivion, but if you look closely, you can still “see” the children running in the yard, the chalk squeaking on the blackboard, the satchels carelessly placed in the corners. These schools are not dead; they are filled with whispers from the past. They are silent narrators of an era that has passed.
Some still stand proudly on mountain peaks, at the borders of the country. There, where students once walked kilometers through the snow to reach their classroom, where knowledge was once the only counterbalance to a harsh daily life. Others belonged to minority communities, in villages where language and identity played their own role in the school experience. Some, unfortunately few, have been renovated and continue their journey.
There are also schools that have found a second life—a Greek school in Turkey turned into a restaurant-museum retaining its Greek name, a classroom in Crete transformed into a tavern. This transformation may seem harsh, but perhaps it is also a form of survival. At least these buildings were not lost, they did not become piles of stones. They retain something of their history, even if now they host laughter different from that of children, with the voices of patrons replacing the lessons of spelling.
Schools are the ark of the most sensitive and vulnerable period of our lives—our childhood—the ark of our personal homeland.
Our classmates, the most important ingredient of our school years. Giorgos, Andreas, Thanasis… Those little friends who remind us of the first hour of class when we were all half asleep, the first overnight school trip, the first cigarette and the first time we got drunk on the five-day excursion. How did the years pass so quickly?
Some, looking at the photos, will see ruined schools. Others will recognize fragments of their own childhood. And that is what truly gives power to an album—not just to tell one story, but to awaken many.
«Φωτογραφίζω για να ανασύρω μνήμες από τα συντρίμμια του χρόνου,
για να δώσω φωνή στις σιωπές του παρελθόντος».
Μια Ποιητική Αντίθεση
Ο τίτλος του λευκώματος “Αναμνήσεις στη Σκόνη“, κρύβει μέσα του μια δυνατή αντίθεση: από τη μία, οι αναμνήσεις, που είναι κάτι ζωντανό, συναισθηματικό, ανεξίτηλο στο χρόνο. Από την άλλη, η σκόνη, που συμβολίζει τη φθορά, την εγκατάλειψη, τη λήθη.
Αυτή η σύγκρουση δημιουργεί μια αίσθηση μετέωρη: ξεθωριάζουν οι μνήμες ή απλώς καλύπτονται προσωρινά, περιμένοντας να αναδυθούν ξανά; Η σκόνη μπορεί να κρύβει, αλλά δεν σβήνει. Είναι σαν ένα πέπλο που απλώνεται πάνω στα παλιά σχολεία, χωρίς όμως να εξαφανίζει την ιστορία τους.
Η φωτογραφία, όπως και η μνήμη, έχει τη δύναμη να φυσήξει αυτή τη σκόνη και να επαναφέρει στο φως όλα όσα μοιάζουν ξεχασμένα. Και μέσα από αυτό το παιχνίδι ανάμεσα στην παρουσία και την απουσία, στη φθορά και την αντοχή, ο θεατής καλείται να αναρωτηθεί: τι μένει τελικά ζωντανό; Το κτίριο ή η ανάμνηση όσων έζησαν μέσα του;
Όταν ξεκίνησα αυτό το φωτογραφικό ταξίδι πριν 13 χρόνια που συνεχίζεται ακόμη, δεν είχα φανταστεί πόσο βαθιά θα με συγκινούσαν αυτά τα σχολεία. Στην αρχή, ήταν η αρχιτεκτονική τους που μου κέντρισε το ενδιαφέρον—οι πέτρινοι τοίχοι, τα ξύλινα πατώματα, τα μεγάλα παράθυρα που κάποτε γέμιζαν με φως. Όμως, όσο περισσότερα σχολεία φωτογράφιζα, τόσο καταλάβαινα πως δεν απαθανάτιζα απλώς κτίρια, αλλά τις μνήμες που είχαν απομείνει μέσα τους.
Η φωτογραφία ενός εγκαταλελειμμένου σχολείου δεν είναι απλώς ένα ντοκουμέντο· είναι μια υπενθύμιση. Υπενθυμίζει τις αλλαγές που βιώνουν οι κοινωνίες, τη φθαρτότητα της ανθρώπινης παρουσίας, αλλά και την ομορφιά που μπορεί να κρύβεται στη σιωπή και στη μνήμη. Και ίσως, μέσα από την τέχνη της φωτογραφίας, αυτά τα κτίρια συνεχίζουν να διδάσκουν – αυτή τη φορά, όχι γράμματα, αλλά ιστορίες ζωής.
Δεν είμαι ιστορικός ούτε αρχιτέκτονας. Δεν φωτογράφισα αυτά τα σχολεία για να τα καταγράψω με έναν αυστηρά τεκμηριωμένο τρόπο. Το έκανα γιατί ένιωσα την ανάγκη να διασώσω κάτι άυλο—τη μνήμη τους, τη ζεστασιά που κάποτε είχαν, το αποτύπωμα των ανθρώπων που πέρασαν από εκεί.
Είναι μια πρόσκληση για σκέψη, συζήτηση και μνήμη. Επιδιώκω να φέρω στο φως τη σιωπηλή ιστορία αυτών των σχολείων. Σε κάθε αίθουσα, η σκόνη έχει καθίσει σαν μια λεπτή στρώση λήθης, αλλά αν κοιτάξεις προσεκτικά, μπορείς ακόμα να “δεις” τα παιδιά να τρέχουν στην αυλή, τις κιμωλίες να τρίζουν στον μαυροπίνακα, τις σάκες ακουμπισμένες πρόχειρα στις γωνίες. Αυτά τα σχολεία δεν είναι νεκρά· είναι γεμάτα από ψιθύρους του παρελθόντος. Είναι σιωπηλοί αφηγητές μιας εποχής που πέρασε.
Κάποια στέκουν ακόμα αγέρωχα σε βουνοκορφές, στα σύνορα της χώρας. Εκεί όπου οι μαθητές περπατούσαν χιλιόμετρα μέσα στο χιόνι για να φτάσουν στην τάξη τους, εκεί όπου άλλοτε η γνώση ήταν το μοναδικό αντίβαρο στη σκληρή καθημερινότητα. Άλλα ανήκαν σε μειονοτικές κοινότητες, σε χωριά όπου η γλώσσα και η ταυτότητα έπαιζαν τον δικό τους ρόλο στη σχολική εμπειρία. Κάποια, δυστυχώς λίγα, έχουν ανακαινισθεί και συνεχίζουν την πορεία τους.
Υπάρχουν και σχολεία που έχουν βρει μια δεύτερη ζωή—ένα ελληνικό σχολείο στην Τουρκία που έγινε εστιατόριο-μουσείο διατηρώντας Ελληνικό όνομα, μια σχολική αίθουσα στην Κρήτη που μετατράπηκε σε ταβέρνα. Αυτή η μεταμόρφωση μπορεί να φαίνεται σκληρή, όμως ίσως είναι και μια μορφή επιβίωσης. Τουλάχιστον αυτά τα κτίρια δεν χάθηκαν, δεν έγιναν σωροί από πέτρες. Διατηρούν κάτι από την ιστορία τους, ακόμα κι αν τώρα φιλοξενούν γέλια διαφορετικά από τα παιδικά με τις φωνές των θαμώνων να αντικαθιστούν το μάθημα της ορθογραφίας.
Τα σχολεία είναι η κιβωτός της πιο ευαίσθητης και ευάλωτης περιόδου της ζωής μας, της παιδικής μας ηλικίας, κιβωτός της προσωπικής πατρίδας.
Οι συμμαθητές μας, το πιο σημαντικό συστατικό των σχολικών μας χρόνων. Ο Γιώργος, ο Αντρέας, ο Θανάσης….Αυτά τα φιλαράκια που μας θυμίζουν την πρώτη ώρα στο μάθημα που όλοι κοιμόμασταν, την πρώτη εκδρομή με διανυκτέρευση, το πρώτο τσιγάρο και το πρώτο μεθύσι στην πενταήμερη. Πως πέρασαν τα χρόνια;
Κάποιοι στις φωτογραφίες θα δουν ρημαγμένα σχολεία. Κάποιοι άλλοι θα αναγνωρίσουν κομμάτια της δικής τους παιδικής ηλικίας. Και αυτό είναι που δίνει πραγματική δύναμη σε ένα λεύκωμα – να μη λέει απλώς μια ιστορία, αλλά να ξυπνάει πολλές.