Ποιος είδε δέντρο μοναχό
να `χει ριγμένα φύλλα,
ποιος είδε και τις αγκαλιές
πού `δωσα και που πήρα.
Ποιος άκουσε τα βήματα
απ’ του σκακιού το πιόνι,
ποιος άκουσε τον ίδρωτα
πού `πεσε στο σεντόνι.
Ποιος άπλωσε τα χέρια του
να πιάσει τα όνειρά του,
ποιος άγγιξε τις ομορφιές
που πέρασαν μπροστά του.
Ήταν από τις λίγες φορές που περνώντας από αυτό το δρομάκι της Παλιάς Πόλης, όλα τα φώτα ήταν αναμμένα και ταυτόχρονα ο κύριος που έχει το αριστερό μαγαζί είχε σχεδόν μαζέψει την πραμάτεια που βγάζει έξω.
Ο χώρος φωτιζόταν όμορφα και είπα να τραβήξω μια νυχτερινή φωτογραφία. Έκανα κανένα τέταρτο να βρω την κατάληλη γωνία, να τραβήξω κάποιες δοκιμαστικές περιμένοντας να απομαζέψει και ο κύριος την πραμάτεια του και ξαφνικά «ΚΛAΚ» σβήνει τα φώτα.
– Με κατέστρεψες…….
– Τι έγινε παιδί μου ;
– Πάνω που ετοιμαζόμουν για το φωτογραφικό «κλικ», μου έσβησες τα φώτα.
– Αυτό είναι ; Να τα ανάψω, τα θέλεις όλα ;
– Ναι, ΟΛΑ.
– Αλλά κοίταξε την θέλω την φωτογραφία, να μου την φέρεις, θα την πάρω !
Voici!